Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

kion1Η Γέννηση της Τραγωδίας* :

 η πιθανότητα μιας δεύτερης ανάγνωσης και η εκ νέου προσέγγιση των Ελλήνων


Γεώργιος Πατιός,

Διδάκτωρ Φιλοσοφίας University of Liverpool

  Εισαγωγή

 

Σκοπός της σύντομης αυτής παρουσίασης είναι να προσπαθήσει να αναδείξει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σχέσης του Νίτσε με την αρχαία ελληνική σκέψη και τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, όπως αυτή η σχέση εκδηλώνεται στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου: Η Γέννηση της Τραγωδίας. Πιο συγκεκριμένα: μέσα από την, εντελώς ενδεικτική, εξέταση του προλόγου του βιβλίου του Η Γέννηση της Τραγωδίας,[1] θα προσπαθήσουμε να επισημάνουμε την εκ μέρους του Νίτσε, προνομιούχα και ιδιάζουσα ανάγνωση και ερμηνεία της αρχαίας ελληνικής τέχνης και σκέψης.

Η πρώτη έκδοση γίνεται το 1872, όταν ο Νίτσε είναι μόλις 28 ετών και φέρελπις καθηγητής κλασικής Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Ο πλήρης τίτλος είναι: Η Γέννηση της Τραγωδίας, Από το Πνεύμα της Μουσικής. Η δεύτερη έκδοση πραγματοποιείται το 1886, όταν ο Νίτσε είναι πολύ κοντά πια στην πλήρη ψυχική και πνευματική του κατάρρευση και όταν έχει απομακρυνθεί πλήρως από κάθε ‘φιλολογική’ φιλοδοξία, αφιερώνοντας όλο του το είναι και την σκέψη στη δημιουργία μιας προσωπικής βιοθεωρίας. Εδώ βρίσκουμε δύο αλλαγές: α) ο Νίτσε προσθέτει μια μικρή εισαγωγή-κριτική που αφορά την πρώτη έκδοση και β) ο υπότιτλος αλλάζει και γίνεται: Ελληνισμός και Πεσσιμισμός.

Συνέχεια ανάγνωσης «Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ»

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΗΛΙΑΙΑΣ

kion1ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΗΛΙΑΙΑΣ

 

ομώνυμο κεφάλαιο από το έργο της ΣΟΦΙΑΣ ΑΔΑΜ-ΜΑΓΝΗΣΑΛΗ

(καθ. Ιστορίας του δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου)

 «Η ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ»

 

 

I. Εισαγωγικά

Το κατεξοχήν όργανο της απονομής της δικαιοσύνης στην Αθήνα ήταν το δικαστήριο της Ηλιαίας[1]. Δημιουργήθηκε από το Σόλωνα στις αρχές του 6ου π.Χ. αι. (594/3 π.Χ.), για να δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των αρχόντων[2].

Πριν από τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα, η δικαιοσύνη βρισκόταν στα χέρια των αρχόντων και της Βουλής του Αρείου Πάγου. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Αριστοτέλης, οι άρχοντες ήταν «κύριοι των νόμων»[3]. Με τη δημιουργία του δικαστηρίου της Ηλιαίας η κατάσταση άλλαξε. Το νέο δικαστήριο κατέλαβε μια ιδιαίτερα σημαντική θέση στο δικαστικό σύστημα της Αθήνας. Ο Πλούταρχος, υπογραμμίζοντας τη σημασία του, αναφέρει ότι ο Σόλων άφησε ηθελημένα κενά στους νόμους, επιτρέποντας έτσι στους δικαστές να αποφασίζουν μόνοι τους για ορισμένα θέματα που έφταναν ενώπιον τους, και για τα οποία δεν υπήρχε ρύθμιση στη σολώνεια νομοθεσία. Με αυτόν τον τρόπο, αναφέρει ο Πλούταρχος, ο Σόλων κατέστησε τους δικαστές της Ηλιαίας «κυρίους των νόμων»[4].

Η ισορροπία μεταξύ των δύο λειτουργιών, εκτελεστικής και δικαστικής, είχε αρχίσει να μεταβάλλεται. Συγκρίνοντας κανείς τα δύο χωρία, αυτό του Αριστοτέλη και αυτό του Πλούταρχου, διακρίνει υι μεταβίβαση της «κυριαρχίας επί των νόμων» από τους άρχοντες στη «λαϊκή» δικαιοσύνη, στους δικαστές της Ηλιαίας και κατ’ επέκτασιν σ’ ολόκληρο τον αθηναϊκό λαό. Έτσι ο αθηναϊκός λαός που ήταν ήδη «κύριος της πολιτείας» έγινε και «κύριος της δικαιοσύνης».

Στην αρχή η Ηλιαία δεν αποτελούσε όργανο της πόλης. Όλοι οι ενήλικοι Αθηναίοι πολίτες που συγκροτούσαν την Εκκλησία του Δήμου, συγκροτούσαν και την Ηλιαία.

Ετυμολογικά η λέξη Ηλιαία φαίνεται να προέρχεται από το επίθετο ἁλής που σημαίνει ολόκληρος, συγκεντρωμένος, μαζεμένος. Το ρήμα ἁλίζω σημαίνει «συγκεντρώνω» και η Ηλιαία αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση των πολιτών με σκοπό την απόδοση δικαιοσύνης.

Η λειτουργία της ήταν παράλληλη με εκείνη της Εκκλησίας του Δήμου. Έτσι, η συνέλευση των Αθηναίων πολιτών άλλοτε συγκροτείτο για την ψήφιση των νόμων και για υποθέσεις πολιτικής φύσεως και άλλοτε συγκροτείτο σε δικαστήριο προκειμένου να ασκήσει τη δικαστική της εξουσία. Αυτός ήταν και ο λόγος που οι διάδικοι απευθυνόμενοι στους δικαστές τους προσφωνούσαν: Ώ άνδρες Αθηναίοι[5].

Στη συνέχεια η συγκρότηση της Ηλιαίας άρχισε να γίνεται με ένα «αντιπροσωπευτικό» σύστημα και με περιορισμένο αριθμό πολιτών, ένα σώμα 6.000 δικαστών.

Συνέχεια ανάγνωσης «ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΗΛΙΑΙΑΣ»

Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Περιληπτικό – συμπερασματικό κεφάλαιο

 

kion1στο έργο του BENJAMIN FARRINGTON

«Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ»

 Farrington

…Σ’ αὐ­τό τό κε­φά­λαι­ο θά προ­σπα­θή­σου­με, ὅσο μπο­ροῦ­με πιό συγ­κε­κρι­μέ­να, νά φω­τί­σου­με τό πρό­βλη­μα ποι­ά εἶ­ναι τά δι­δάγ­μα­τα πού θε­ω­ροῦ­με πώς προ­σφέ­ρει ἡ ἀρ­χαί­α ἐ­πι­στή­μη στή σύγ­χρο­νη ἐ­πο­χή.

Πρῶ­τα ἀ­π’ ὅ­λα ὑ­πο­στη­ρί­ζου­με πώς ἡ ἀν­θρώ­πι­νη δρα­στη­ρι­ό­τη­τα πού λέ­γε­ται ἐ­πι­στή­μη δέν ἐμ­φα­νί­στη­κε σάν τρό­πος σκέ­ψης γιά τά πράγ­μα­τα, τέ­τοι­ος πού νά μπο­ρεῖ νά δί­νει ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κή ἀ­πάν­τη­ση μέ τό λό­γο γιά ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε πρό­βλη­μα πού ἐμ­φα­νί­ζε­ται, μά σάν τρό­πος σκέ­ψης γιά τά πράγ­μα­τα πού μᾶς δί­νει τή δυ­να­τό­τη­τα νά τά χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με γιά ἐ­πι­θυ­μη­τούς σκο­πούς. Ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη δι­α­φέ­ρει ἀ­πό τούς ἄλ­λους τρό­πους σκέ­ψης στό ὅ­τι ἡ ἀ­ξι­ο­πι­στί­α της ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται στήν πρά­ξη. Αὐ­τή μας τήν ἄ­πο­ψη, γι’ αὐ­τό τό ζή­τη­μα, μπο­ροῦ­με νά τήν ἐκ­φρά­σου­με μέ τά λό­για ἑ­νός Γάλ­λου συγ­γρα­φέ­α πού τό ἔρ­γο του φαί­νε­ται πώς δέν ἔ­γι­νε ἀ­πο­δε­κτό στήν πα­τρί­δα του :

«Ταυ­τό­χρο­να μέ τή θρη­σκευ­τι­κή σκέ­ψη», γρά­φει δ Felix Sartiaux «ὁ­μως πο­λύ πιό ἀρ­γά, ἐ­πει­δή ἀ­παι­τοῦν­ται πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρες προ­σπά­θει­ες, ἡ ἐ­πι­στη­μοι­κή σκέ­ψη ξε­κό­βει ἀ­πό τή νο­ο­τρο­πί­α τῆς μα­γεί­ας καί τοῦ μυ­στι­κι­σμοῦ πού χα­ρα­κτή­ρι­ζε τόν πρω­τό­γο­νο ἄν­θρω­πο. ¨Ο ἄν­θρω­πος μέ τή χει­ρω­να­κτι­κή ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α, μέ τήν κα­τα­σκευ­ή ἀν­τι­κει­μέ­νων γιά προ­κα­θο­ρι­σμέ­νο σκο­πό, χά­ρη στήν κλί­ση του ν’ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τά πράγ­μα­τα μέ πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τα, ἀρ­χί­ζει νά ξε­χω­ρί­ζει, νά τα­ξι­νο­μεῖ καί νά προ­σέ­χει τί σχέ­σεις πού εἶ­ναι ἀ­νε­ξάρ­τη­τες ἀ­πό τή φαν­τα­σί­α του. Ἀρ­χί­ζει νά κα­τα­λα­βαί­νει πώς τά πραγ­μα­τι­κά γε­γο­νό­τα δέν ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται στίς ἱ­ε­ρο­τε­λε­στί­ες, πώς τά πράγ­μα­τα δέ συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται ὁ­πως τά πνεύ­μα­τα. Ἄν δι­α­τη­ροῦ­σε τούς μύ­θους τῆς μα­γεί­ας καί τούς θρη­σκευ­τι­κούς μύ­θους, πο­τέ δέ θά μπο­ροῦ­σε νά κά­νει κά­τι. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἀ­πό τήν πιό πα­λιά ἐ­πο­χή, σκό­τω­νε πραγ­μα­τι­κά τά ζῶ­α κι ἐ­πί­σης τά ἐ­ξη­μέ­ρω­νε, καλ­λι­ερ­γοῦ­σε φυ­τά, ἔ­βγα­ζε μέ­ταλ­λα ἀ­πό τά ὀ­ρυ­κτά, καί κα­τα­σκεύ­α­ζε Ἀν­τι­κεί­με­να γιά σκο­πούς πού ὁ ἴ­διος εἶ­χε κα­θο­ρί­σει. Αὐ­τές οἱ δρα­στη­ρι­ό­τη­τες, ὁ­ποι­ες κι ἄν ἦ­ταν οἱ πα­ρα­στά­σεις πού τίς συ­νό­δευ­αν, ἦ­ταν πε­τυ­χη­μέ­νες ἐ­νέρ­γει­ες. Ὁ ἄν­θρω­πος, συ­νει­δη­τά ἤ ὄ­χι, κα­τα­νό­η­σε τίς σω­στές σχέ­σεις καί τίς ὑ­πό­τα­ξε. Ἡ ὕ­παρ­ξη τῆς τε­χνι­κῆς – πού ἔ­χει τίς ρί­ζες της στήν πα­λαι­ο­λι­θι­κή ἐ­πο­χή – δεί­χνει πώς καί στήν πιό πρω­τό­γο­νη σκέ­ψη ἐμ­φα­νί­ζον­ται ἴ­χνη ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ πνεύ­μα­τος» (Morale Kantienne et morale humaine, Paris 1917, σ 254).

Συνέχεια ανάγνωσης «Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ»